- Μεγαρίτης
- οθηλ. -ισσα ο κάτοικος των Μεγάρων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Μεγαρίτης — ο, θηλ. Μεγαρίτισσα [Μέγαρα] ο πολίτης ή ο κάτοικος τών Μεγάρων ή ο καταγόμενος από τα Μέγαρα … Dictionary of Greek
μεγαρίτικος — η, ο [Μεγαρίτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα Μέγαρα ή στους Μεγαρίτες ή προέρχεται από τα Μέγαρα, μεγαρικός … Dictionary of Greek